- ἐνσάρκῳ
- ἔνσαρκοςof fleshmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενσαρκώνω — και ενσαρκώ (Μ ἐνσαρκῶ, όω) [ένσαρκος] δίνω σάρκα, ανθρώπινη υπόσταση νεοελλ. 1. πραγματοποιώ, δίνω υλική υπόσταση 2. εμφανίζω κάτι αφηρημένο σαν απτό, υλικό σώμα 3. (για πρόσ.) παρουσιάζομαι ως η υλική φανέρωση μιας ιδέας («ενσαρκώνει τις… … Dictionary of Greek
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия